- ακουστότητα
- η(φυσ.), η ιδιότητα του ήχου να διεγείρει το αισθητήριο της ακοής: Όταν ο ήχος δε γίνεται ακουστός από ένα σε καλή κατάσταση αυτί, λέμε ότι δεν υπάρχει ακουστότητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.